μετακελητίζω

μετακελητίζω
μετακελητίζω (Μ)
μεταπηδώ από έναν ίππο σε άλλο ή μεταπηδώ σε άλλο όχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κελητίζω «πηδώ, ανεβαίνω σε άλογο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”